ἱππάριον

ἱππάριον
ἱππάριον
pony
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱππαρίοις — ἱππάριον pony neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππαρίου — ἱππάριον pony neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππαρίων — ἱππάριον pony neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάρια — ἱππάριον pony neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππάριο(ν) — το (ΑΜ ἱππάριον) (υποκορ. τού ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο νεοελλ. φρ. 1. «ιππάριον τού Πικερμίου» γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • ιππαρίδιον — ἰππαρίδιον, το (Μ) υποκορ. τού ιππάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππαρ τού υποκορ. ἰππ άριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλιν ίδιον χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • ԿԱԽԱՂԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1034 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ξύλον, σταυρός, ἰππάριον lignum, crux, patibulus, equulus, equuleus (իբրու Կախարան. գրի եւ ԿԱԽԱՆ.) Տանջանարան կախման. տեղի կամ գործի կախելոյ. որպէս ծառ, փայտ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”